- μετερρίπιζον
- μετερρί̱πιζον , μετά , ἐν-ῥιπίζωblow upimperf ind act 3rd pl (ionic)μετερρί̱πιζον , μετά , ἐν-ῥιπίζωblow upimperf ind act 1st sg (ionic)μετερρί̱πιζον , μετά-ῥιπίζωblow upimperf ind act 3rd plμετερρί̱πιζον , μετά-ῥιπίζωblow upimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.